- φυτευτήρι
- το / φυτευτήριον, ΝΜΑνεοελλ.εργαλείο κατάλληλο για το φύτευμα ποωδών, κυρίως, φυτώνμσν.-αρχ.κλάδος φυτού που χρησιμεύει για μεταφύτευση και πολλαπλασιασμό, καταβολάδααρχ.έκταση γης όπου φυτεύονται και καλλιεργούνται συστηματικά δένδρα προορισμένα για μεταφύτευση, φυτώριο.[ΕΤΥΜΟΛ. < φυτεύω + κατάλ. -τήρι(ον), πρβλ. κλαδευ-τήρι(ον)].
Dictionary of Greek. 2013.