φυτευτήρι

φυτευτήρι
το / φυτευτήριον, ΝΜΑ
νεοελλ.
εργαλείο κατάλληλο για το φύτευμα ποωδών, κυρίως, φυτών
μσν.-αρχ.
κλάδος φυτού που χρησιμεύει για μεταφύτευση και πολλαπλασιασμό, καταβολάδα
αρχ.
έκταση γης όπου φυτεύονται και καλλιεργούνται συστηματικά δένδρα προορισμένα για μεταφύτευση, φυτώριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυτεύω + κατάλ. -τήρι(ον), πρβλ. κλαδευ-τήρι(ον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φυτευτήρι — το εργαλείο από ξύλο ή σίδερο, κατάλληλο για τη φύτεψη πόας ιδίως …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εμβολέας — ο (Α ἐμβολεύς) νεοελλ. 1. ξύλινο όργανο με το οποίο ωθείται το βλήμα στο κοίλο τού πυροβόλου κατά το γέμισμα 2. στον πληθ. οι εμβολείς οι άντρες που συγκροτούν το άγημα εμβολής αρχ. 1. οτιδήποτε μπήγεται σε κάτι, πάσσαλος, έμβολο 2. φυτευτήρι,… …   Dictionary of Greek

  • εμφυτευτήριο — το κυλινδρικό ξύλο με αιχμηρή άκρη που χρησιμοποιείται για το άνοιγμα λάκων για φύτευση, το φυτευτήρι …   Dictionary of Greek

  • μεταφύτευση — Στη γεωργία και στην κηπουρική αφορά την εξαγωγή φυτών, νεαρής κυρίως ηλικίας, από το έδαφος (με τις ρίζες τους και συχνά με σβώλο χώματος), με σκοπό να φυτευθούν σε άλλη θέση, ολοκληρώνοντας εκεί πλέον την ανάπτυξή τους. Συχνά, οι μ. είναι… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Εθνογραφικό Πάφου (Κύπρου) — Το μουσείο στεγάζεται σε ένα διώροφο αρχοντικό του 1894 (Έξω Βρύσης 1, Πάφος). Πρόκειται για ένα από τα πιο αξιόλογα δείγματα αστικής αρχιτεκτονικής του τέλους του 19ου αι. στην Πάφο, το οποίο αγοράστηκε το 1957 από το συλλέκτη Γ. Σ. Ηλιάδη, για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”